- μπουτονιέρα
- yaka deliği
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπουτονιέρα — και μπουτουνιέρα, η 1. κουμπότρυπα 2. μικρή διακοσμητική ανθοδέσμη για το πέτο ή για τον γιακά σακακιού ή για το ντεκολτέ γυναικείου φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bottoniera < γαλλ. boutonniere < γαλλ. bouton «κουμπί»] … Dictionary of Greek